Παρασκευή 30 Απριλίου 2010
Τρίτη 27 Απριλίου 2010
Στις καυτερές πιπεριές το μυστικό για την καταπολέμηση του πόνου
Αμερικανοί ερευνητές ανακάλυψαν ότι οι καυτερές πιπεριές μπορούν να βοηθήσουν στη δημιουργία ενός νέους είδους αναλγητικού, που πιστεύουν ότι για πρώτη φορά θα μπορεί να «χτυπήσει» τον πόνο στην πηγή προέλευσής του.
Οι επιστήμονες βρήκαν στο ανθρώπινο σώμα, στα σημεία του πόνου, μια ουσία παρόμοια με την καψικίνη ή καψαϊσίνη, η οποία είναι αυτή που κάνει τόσο καυτερές τις κόκκινες πιπεριές.
Το μπλοκάρισμα αυτής της ουσίας στον ανθρώπινο οργανισμό μπορεί να σταματήσει τον χρόνιο πόνο. Η έρευνα, υπό τον δρα Κένεθ Χάργκριβς της Οδοντοϊατρικής Σχολής του πανεπιστημίου του Τέξας, δημοσιεύτηκε στο περιοδικό κλινικών ερευνών "Journal of Clinical Investigation", σύμφωνα με το BBC και το πρακτορείο Ρόιτερ.
Η καψικίνη είναι το κύριο συστατικό στις καυτέρες πιπεριές που προκαλεί την αίσθηση του καψίματος στη γλώσσα, κάτι που το πετυχαίνει, καθώς η ουσία αυτή εισέρχεται σε υποδοχείς που βρίσκονται στα κύτταρα του σώματός μας. Κατά παρόμοιο τρόπο, όταν το σώμα τραυματίζεται, απελευθερώνει ουσίες τύπου καψικίνης -ειδικά λιπαρά οξέα (ΟLAM)- και αυτά, μέσω ανάλογων υποδοχέων, προκαλούν πόνο, σύμφωνα με τους ερευνητές.
Οι υποδοχείς αυτοί στο σώμα μας αποτελούν μια μοριακή "δίοδο" για την ενεργοποίηση των νευρικών κυττάρων που αισθάνονται και μεταφέρουν τον πόνο. Σύμφωνα με τους ερευνητές, οι υποδοχείς καψικίνης ουσιαστικά αποτελούν την "κλειδαριά" που "ξεκλειδώνει" την "πόρτα" του πόνου στους νευρώνες.
Το επόμενο βήμα θα είναι να επιδιωχθεί το μπλοκάρισμα αυτών των νέων "οδών" μεταφοράς της αίσθησης του πόνου. Πειράματα που έχουν ήδη γίνει σε ποντίκια στο εργαστήριο, έδειξαν ότι η αφαίρεση ενός γονιδίου που σχετίζεται με αυτούς τους κυτταρικούς υποδοχείς, αφαιρεί και την ευαισθησία του σώματος στην καψικίνη. Οι ερευνητές ξεκινούν την προσπάθεια να δημιουργήσουν φάρμακα που θα κάνουν κάτι παρόμοιο.
Προσδοκούν ότι τα νέα φάρμακα θα μπορούν να αντιμετωπίζουν διαφορετικές μορφές χρόνιου πόνου όπως του καρκίνου και των φλεγμονωδών παθήσεων όπως η αρθρίτιδα.
Τα περισσότερα σημερινά αναλγητικά δεν θεραπεύουν τον πόνο στην πηγή του, ενώ επιπλέον είναι εθιστικά και με δυνητικά επικίνδυνες παρενέργειες. Η ασπιρίνη π.χ. μπορεί να προκαλέσει θανατηφόρα αιμορραγία, οι αναστολείς COX-2 μερικές φορές μπορεί να επιφέρουν καρδιακά προβλήματα, η παρακεταμόλη μπορεί να βλάψει το συκώτι κ.α.
Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ
Σάββατο 24 Απριλίου 2010
Πέντε ευρωπαϊκές χώρες στη μεγαλύτερη μελέτη για τους κινδύνους των κινητών
Πέμπτη 22 Απριλίου 2010
«Καμπανάκι» για την υπερβολική κατανάλωση ζάχαρης
Η κατανάλωση μεγάλων ποσοτήτων τροφίμων και αναψυκτικών, τα οποία περιέχουν ζάχαρη, όχι μόνο παχαίνει ή μπορεί να προκαλέσει διαβήτη, αλλά επίσης συνδέεται με χαμηλότερα επίπεδα της «καλής» χοληστερίνης (HDL-C), καθώς και υψηλότερα επίπεδα τριγλυκεριδίων, που και τα δύο αποτελούν σημαντικούς παράγοντες κινδύνου για την εμφάνιση καρδιαγγειακής νόσου, εμφράγματος ή εγκεφαλικού.
Αμερικανική έρευνα υπό τη δρα Μίριαμ Βος της Ιατρικής Σχολής του πανεπιστημίου Έμορι της Ατλάντα, έρχεται να προστεθεί σε άλλες μελέτες που ασκούν πίεση στις εταιρίες τροφίμων να παράγουν πιο υγιή προϊόντα. Ήδη ορισμένες πολιτείες των ΗΠΑ, μεταξύ αυτών της Ν. Υόρκης και της Καλιφόρνιας, έχουν επιβάλει φόρο στην κατανάλωση αναψυκτικών με ζάχαρη, προκειμένου να καλύψουν τα ιατρικά έξοδα από παθήσεις που σχετίζονται με την παχυσαρκία.
Η προσθήκη γλυκαντικών ουσιών στα αναψυκτικά και τα ποτά τις τελευταίες δεκαετίες έχει αυξήσει αισθητά την ημερήσια κατανάλωση ζάχαρης και θερμίδων, σύμφωνα με τη νέα έρευνα, η οποία είναι η πρώτη που εξέτασε την επίπτωση της ζάχαρης στα επίπεδα του λίπους στο αίμα.
Οι αμερικανοί ερευνητές μελέτησαν τις διατροφικές συνήθειες άνω των 6.100 ενήλικων και τους κατέταξαν σε κατηγορίες ανάλογα με την κατανάλωση ζάχαρης και τα επίπεδα της χοληστερίνης τους.
Διαπιστώθηκε ότι, κατά μέσο όρο, το 16% των ημερήσιων θερμίδων των καταναλωτών προερχόταν από τα πρόσθετα γλυκαντικά στα τρόφιμα και τα ποτά (έναντι μόνο 10,6% τη διετία 1977-78).
Η ομάδα εκείνων που έκαναν την μεγαλύτερη κατανάλωση, υπολογίστηκε ότι έτρωγε κατά μέσο 46 κουταλάκια ζάχαρης-γλυκαντικών καθημερινά, ενώ όσοι είχαν την χαμηλότερη κατανάλωση, έτρωγαν μόνο τρία κουταλάκια ζάχαρης την μέρα. Διαπιστώθηκε ότι τα μέσα επίπεδα της «καλής» χοληστερίνης ήσαν χαμηλότερα σε όσους κατανάλωναν περισσότερη ζάχαρη, ενώ αντίθετα στην ίδια ομάδα ήταν υψηλότερη η παρουσία τριγλυκεριδίων, καθώς και η αναλογία τριγλυκεριδίων προς «καλή» χοληστερίνη.
«Είναι σημαντικό για την μακροπρόθεσμη υγεία των ανθρώπων να αρχίσουν να κοιτάνε πόση πρόσθετη ζάχαρη τρώνε και να βρουν τρόπους να την μειώσουν», δήλωσε η Βος.
Σύμφωνα με τον Αμερικανικό Καρδιολογικό Σύλλογο, πρέπει να περικοπεί δραματικά η κατανάλωση ζάχαρης. Συστήνεται οι γυναίκες να μην τρώνε καθημερινά πάνω από 100 θερμίδες από πρόσθετη κατεργασμένη ζάχαρη, ποσότητα που ισοδυναμεί με έξι περίπου κουταλάκια την μέρα (25 γραμμάρια), ενώ οι άνδρες αντίστοιχα δεν πρέπει να καταναλώνουν πάνω από 150 θερμίδες ή εννέα κουταλάκια ζάχαρης τη μέρα (37,5 γραμμάρια).
Από την πλευρά τους πάντως, οι αμερικανικές ενώσεις παραγωγών αναψυκτικών και ποτών δεν αναγνωρίζουν ότι τα ποτά με ζάχαρη αποτελούν ξεχωριστό παράγοντα κινδύνου για την υγεία, είτε για καρδιοπάθεια είτε για παχυσαρκία.
Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ